λουμίνι

λουμίνι
το
1. φιτίλι καντηλιού
2. ο κάλυκας τού φυτού βαλλωτή, ο οποίος χρησιμοποιούνταν ως φιτίλι καντηλιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. lumin].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • λουμίνι — το ιού (λ. βενετ.), το φιτίλι του καντηλιού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Βούδας — (Buddha). Με το όνομα αυτό αναφέρονται στις ινδικές παραδόσεις ξεχωριστά άτομα, τα οποία, αφού έχουν πετύχει την υπέρτατη πνευματική φώτιση (βόδα), αναλαμβάνουν την υποχρέωση να μεταδώσουν στην ανθρωπότητα τη διδασκαλία για τη σωτηρία της (βούδας …   Dictionary of Greek

  • lumină — LUMÍNĂ, lumini, s.f. I. 1. Radiaţie sau complex de radiaţii electromagnetice emise de corpuri incandescente (cu sau fără flacără) sau luminescente şi care impresionează ochiul omenesc; efectul acestei radiaţii. ♢ Lumină albă = lumină mijlocie a… …   Dicționar Român

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”